- στιχηραρικό
- το / στιχηραρικόν, ΝΜΑ [στιχηράριον]συν. στον πληθ. τα στιχηραρικάεκκλ. μέλη τής βυζαντινής μουσικής σε αρκετά αργό ρυθμό που, από μουσική άποψη, βρίσκονται ανάμεσα στα ειρμολογικά και στα παπαδικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek